- παραχρηστικῶς
- παραχρηστικῶς, Adv.A = καταχρηστικῶς, Sch.Ar.Pl.313 cod. R.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραχρηστικῶς — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχρηστικώς — Α (σχόλ.) καταχρηστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο μέσω αμάρτυρου επιθ. *παραχρηστικός (< παραχρῶμαι)) … Dictionary of Greek